δεκατῶν

δεκατῶν
δεκάτη
fem gen pl
δεκατόω
take tithe of
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
δεκατόω
take tithe of
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
δεκατόω
take tithe of
pres part act masc nom sg
δεκατόω
take tithe of
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δεκάτων — δέκατος tenth fem gen pl δέκατος tenth masc/neut gen pl δεκά̱των , δεκάω pres imperat act 3rd pl δεκά̱των , δεκάω pres imperat act 3rd dual δεκατόω take tithe of imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δεκατόω take tithe of imperf ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… …   Dictionary of Greek

  • διαθερμία — Θεραπευτική μέθοδος που αποσκοπεί στην ανύψωση της θερμοκρασίας των ιστών που βρίσκονται στα βαθύτερα στρώματα. Στηρίζεται στο φαινόμενο Τζάουλ, κατά το οποίο ηλεκτρικό ρεύμα υψηλής συχνότητας και έντασης μερικών δεκάτων του αμπέρ μετατρέπεται σε …   Dictionary of Greek

  • δυναμικό — (Φυσ.). Όρος της φυσικής ο οποίος αναφέρεται στο ποσό του έργου που παράγει μία δύναμη. Για τον προσδιορισμό του φυσικού αυτού μεγέθους είναι σκόπιμη η αναφορά στην έννοια του πεδίου. Πεδίο καλείται μια περιοχή του χώρου, μέσα στην οποία υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • ηλιόμετρο — Αστρονομικό όργανο. Χρησιμοποιείται για τη μέτρηση μικρών γωνιών στην ουράνια σφαίρα. Την ιδέα της κατασκευής του η. διατύπωσε για πρώτη φορά το 1675 ο Δανός αστρονόμος Ο. Ράιμερ, αλλά ο τελικός σχεδιασμός του έγινε από τον Άγγλο οπτικό Τζ.… …   Dictionary of Greek

  • τουρμαλίνης — ο, Ν 1. (ορυκτ.) βοριοπυριτικό ορυκτό τού αργιλίου και τού νατρίου 2. φρ. α) «πλακίδιο τουρμαλίνη» (ορυκτ. φυσ.) οπτικό όργανο που έχει τη μορφή πλάκας πάχους μερικών δεκάτων τού χιλιοστομέτρου αποτελούμενης από ορυκτό τουρμαλίνη και… …   Dictionary of Greek

  • Εύβοια — I Νησί (3.658 τ. χλμ., 209.130 κάτ.) που απλώνεται με νοτιοανατολική κατεύθυνση κατά μήκος της βορειοανατολικής ακτής της Στερεάς Ελλάδας. Είναι το δεύτερο σε μέγεθος νησί της Ελλάδας μετά την Κρήτη. Στα Β του νησιού οι δίαυλοι του Τρίκερι και… …   Dictionary of Greek

  • ζωδιακό φως — (Αστρον.). Αμυδρό, διάχυτο φως που εμφανίζεται στον ουρανό τις πολύ καθαρές μέρες, αμέσως μετά τη δύση και λίγο πριν από την ανατολή του Ήλιου. Το ζ.φ. είναι ζωηρότερο κατά μήκος της εκλειπτικής και γίνεται αμυδρότερο διαρκώς μακριά από αυτή,… …   Dictionary of Greek

  • Θεσπρωτίας, νομός — Νομός (1.515 τ. χλμ., 46.091 κάτ.) της περιφέρειας Ηπείρου, στο βορειοδυτικό τμήμα της, με πρωτεύουσα την Ηγουμενίτσα. Περιλαμβάνει τμήμα της αρχαίας Θεσπρωτίας και συνορεύει στα Β με την Αλβανία, στα Α με τον νομό Ιωαννίνων, στα Ν με τον νομό… …   Dictionary of Greek

  • μικροκύματα — Τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα των οποίων η περιοχή μήκους κύματος εκτείνεται κατά προσέγγιση μεταξύ μερικών δεκάτων και μερικών χιλιοστών του μέτρου (από εδώ προέρχεται και η ονομασία των κυμάτων: δεκατομετρικά, εκατοστομετρικά και χιλιοστομετρικά) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”